Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

«Η γυναίκα Ιεζάβελ»: Σκέψεις πάνω στην ψευδεπίγραφη χριστιανικότητα του φασισμού...

  του Μιλτιαδη Κωνσταντινου και του Ευσταθιου Χ. Λιανου Λιαντη

Οφείλουμε να ξεκινήσουμε το παρόν άρθρο με μία έμπονη ιστορική παραδοχή: Οι μεγάλες χριστιανικές ομολογίες της Ευρώπης δεν αντιστάθηκαν στον φασισμό και τον ναζισμό, τον καιρό που αυτά τα ιδεολογήματα είχαν καταστεί κυρίαρχες κρατικές ιδεολογίες. Δεν προέταξαν τον σταυρωμένο Χριστό έναντι των φασκών και της σβάστικας, ούτε έθεσαν τον λόγο του Ευαγγελίου σε αντιδιαστολή με τα κηρύγματα μίσους των φασιστών. Σιώπησαν, συμπορεύτηκαν, ευλόγησαν, αλλά δεν αντιτάχθηκαν. Και αυτό αποτέλεσε και θα αποτελεί για πάντα μια σελίδα ντροπής για τα κυρίαρχα χριστιανικά ιερατεία εκείνων των δίσεκτων χρόνων. Όμως, Εκκλησία δεν είναι (μόνον) τα ιεραρχικά σώματα και η διοίκηση· Εκκλησία είναι, κυρίως, οι άγιοι και οι μάρτυρες της κάθε εποχής. Στο αίμα των μαρτύρων της θεμελιώθηκε και θεμελιώνεται αιώνια η Εκκλησία, και οι χριστιανοί, που ομολόγησαν την αλήθεια του Χριστού και διώχθηκαν, φυλακίσθηκαν και εξοντώθηκαν από τον φασισμό, είναι η σύγχρονη δόξα της. Όπως πάντα συνέβαινε στην Ιστορία, η χριστιανική αλήθεια επαληθευόταν στη γενναιότητα και το μαρτύριο των λίγων..."


"... Ο χριστιανισμός μπορεί να είναι αληθινός μόνον όταν επιλέγεται, υφίσταται και διακονείται με απόλυτη ελευθερία και εμπνέεται από την αγάπη, όπως την περιέγραψε εν ανθηρώ έλληνι λόγω ο Παύλος. Οποιαδήποτε άλλη μορφή του είναι ψευδεπίγραφη, γιατί αμαυρώνει την εικόνα του ανθρώπου ως δημιουργήματος της αγάπης του Θεού και ακυρώνει την προοπτική του στην έκφραση της λυτρωτικής, αγαπητικής θυσίας του Λόγου. Ο φασισμός δεν μπορεί να συμβαδίσει μ’ αυτή την ελευθερία της αγάπης --ούτε και με την ελευθερία της έκφρασης και της συνείδησης--, και για τούτο δεν μπορεί να είναι χριστιανικός. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, όταν δέχεται και αγκαλιάζει τους πάντες, και εδώ είναι χαρακτηριστική η θέση των Πατέρων, που ακόμα και αυτούς οι οποίοι συνειδητά θέτουν τον εαυτό τους εκτός Εκκλησίας, δεν τους θεωρούν υπενάντιους αλλά «εν δυνάμει» μέλη της. Ο φασισμός δρα, πάντοτε, αποκλείοντας ένα κοινωνικό σύνολο, παρουσιάζοντάς το ως «εχθρικό», προκειμένου να διεγείρει πάθη και ένστικτα αυτοσυντήρησης και να συσπειρώσει τους οπαδούς του. Η Εκκλησία --η πραγματική και ακέραια-- αγκαλιάζει τους εχθρούς της· ο φασισμός κατασκευάζει τους εχθρούς του και, έπειτα, τους εκτελεί.

Στο εξαιρετικής ποιητικότητας ιδιόμελο που ψάλεται στην εκφορά του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή, ο Αριμαθαίος Ιωσήφ εμφανίζεται να παρακαλεί τον Πιλάτο να του παραδώσει το νεκρό σώμα του Ιησού με τα παρακάτω λόγια: «Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω. Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον». Ο πρώτος ξένος της χριστιανοσύνης είναι ο ίδιος ο Χριστός· αυτός που στην επίγεια ζωή του υπήρξε πρόσφυγας, διωκόμενος, πολιτικός κατάδικος, και πέθανε ως εγκληματίας στον σταυρό, μιλώντας για τη δική του «βασιλεία» σ’ έναν ληστή.

Ο ξένος, ο «άλλος», ο διαφορετικός είναι πρόσωπο ιερό μέσα στον ζωντανό εκκλησιαστικό οργανισμό. Είναι αυτός που η κοινότητα των πιστών θα βοηθήσει και θα αγκαλιάσει σαν να είναι ο Χριστός, όπως Εκείνος είπε: «ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με [] αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Μπορεί αυτή η πρακτική αποδοχής και ενεργού συμπαράστασης προς τον ξένο να συνυπάρξει με το αβυσσαλέο μίσος και τη βία, που ασκεί ο φασισμός;

Σήμερα, που ο φασισμός εμφανίζεται και πάλι στον κοινωνικό χάρτη, απειλώντας τον «συν-άνθρωπο» οι ηγεσίες των Εκκλησιών δεν πρέπει να σιωπήσουν. Η επανάληψη του λάθους του Μεσοπολέμου και η ποιμαντική αδιαφορία θα οδηγήσει σε δεινή απαξίωση των εκκλησιαστικών ταγών και, ίσως, του ίδιου του χριστιανισμού. Άλλωστε, η Ορθοδοξία, που είναι η κυρίαρχη πίστη στον τόπο μας, δοξάσθηκε όταν ταύτισε τον λόγο της με το δίκαιο του αδύναμου, όταν επέλεξε να είναι διωκόμενη για την αλήθεια. Όπως ωραία το περιγράφει ο Φώτης Κόντογλου σ’ ένα διήγημά του: «Η ορθοδοξία τότες ήτανε σαν και κείνη τη μάνα τη βασανισμένη, που την πονάνε τα παιδιά της πιότερο, παρά σαν είναι καλοπερασμένη. Αγάπη αληθινή είναι μονάχα κείνη πούνε πονεμένη αγάπη, απάνου σε τέτοιαν αγάπη θεμέλιωσε ο Χριστός τη γλυκιά την πίστη του».

Ολόκληρο το κείμενο του καθηγητή στην Αυγή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου